- αθάνατος
- Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.).
* * *-η, -ο (Α ἀθάνατος, -ον)1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτοςνεοελλ.1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος, ενδοξότατος2. αυτός για τον οποίο ευχόμαστε να ζει αιώνια3. που προξενεί, που χαρίζει την αθανασία4. (για πράγματα) ο μεγάλης αντοχής, ανθεκτικός, στερεός, άφθαρτος5. απροσμέτρητης αξίας ή ποιότητας, εκλεκτός, εξαίρετος6. (για πρόσωπα) αλησμόνητος, αξέχαστος, αείμνηστος7. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οι αθάνατοιπροσηγορία τών σαράντα μελών τής Γαλλικής Ακαδημίας και κατ' επέκταση και τής Ελληνικής, οι ακαδημαϊκοίμσν.(πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀθάνατοιεπίλεκτο σώμα τού βυζαντινού στρατού (ίλη από επίλεκτους ιππείς που συγκρότησε ο Ιω. Τσιμισκής)αρχ.1. ακατάλυτος, αιώνιος (με λέξεις, όπως κλέος, φήμη, δόξα)2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀθάνατοια) οι θεοίβ) επίλεκτο σώμα τού περσικού στρατού, στο οποίο κάθε στρατιώτης που πέθαινε αναπληρωνόταν αμέσως από διορισμένο ήδη αντικαταστάτη3. φρ. «ἀθάνατος ἀνήρ», ο στρατιώτης που πριν ακόμη πεθάνει άφηνε στη θέση του καθορισμένο αντικαταστάτη«ἀθάνατος θρίξ», η τρίχα από την οποία κρέμεται, εξαρτάται η ζωή (για τα μαλλιά τού Νίσου).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θάνατος.ΠΑΡ. αθανασίααρχ.ἀθανατίζωμσν.ἀθανατῶ.ΣΥΝΘ. ἀθανατοποιός].
Dictionary of Greek. 2013.